- καμηλαύκι
- και καλυμμαύχι και καλυμμαύκι, το (Μ καμηλαύκι και καμηλαύκιν και καμηλλαύκιον και καμελαύκιον και καμελλαύκιον και καμηλαύχι[ο]ν και καλυμμαύχι[ν])το μαύρο, ψηλό και κυλινδρικό κάλυμμα τής κεφαλής τών ορθόδοξων κληρικώνμσν.κάθε κάλυμμα ανδρικής κεφαλής.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. καμηλλαύκιον < καμελλαύκιον < λατ. camellaucium < λατ. camella «είδος ποτηριού», με το σχήμα τού οποίου έμοιαζε το καμηλαύκι. Το -η- τού τ. καμηλαύκι οφείλεται σε παρετυμολογική σύνδεσή του με τη λ. κάμηλος (λατ. camelus), πιθ. λόγω τής ομοιότητας τών λατ. τ. camella, camelus. Ο σχηματισμός τού τ. καλυμμαύχι(ν) οφείλεται κι αυτός σε παρετυμολογική σύνδεση με τους τ. κάλυμμα και αυχήν. Ως β' συνθετικό θεωρήθηκε ο τ. αυχήν είτε λόγω ομοιότητας με το σχήμα τού καμηλαυκιού είτε επειδή αυτό μπορούσε να καλύπτει και τον αυχένα].
Dictionary of Greek. 2013.